πολυσώματος

πολυσώματος
πολυσώματος
with many bodies
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυσώματος — ον, Α 1. αυτός που έχει μεγάλο σώμα, μεγαλόσωμος, δυνατός, μυώδης («οἱ δ οὖν Αἰγύπτιοι μυθολογοῦσι κατὰ τὴν Ἴσιδος ἡλικίαν γεγονέναι τινὰς πολυσωμάτους», Διόδ.) 2. (για τη φωτιά) αυτός που απαρτίζεται από πολλά σωματίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… …   Dictionary of Greek

  • πολυσωματώτερον — πολυσώματος with many bodies masc acc comp sg πολυσώματος with many bodies neut nom/voc/acc comp sg πολυσώματος with many bodies adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσωματωτέρῳ — πολυσώματος with many bodies masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσωμάτους — πολυσώματος with many bodies masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσωμάτων — πολυσώματος with many bodies masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • πολυσωματωτέρωι — πολυσωματωτέρῳ , πολυσώματος with many bodies masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”